- κιόντα
- κίωgoaor part act neut nom/voc/acc plκίωgoaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίοντα — κέω to lie down pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) κέω to lie down pres part act masc acc sg (doric) κίω go pres part act neut nom/voc/acc pl κίω go pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek